-
1 εγγλυσσω
-
2 εδωδιμος
-
3 στρογγυλος
31) круглый, шарообразный(ἥ ῥίζα τοῦ λωτοῦ Her.; λοφεῖον Arph.; γῆ Plat.; ἄτομα Epicur.)
στρογγύλη ναῦς или στρογγύλον πλοῖον Her., Thuc., Xen. — торговое судно ( в отличие от μακρὰ ναῦς, военного корабля, имевшего удлиненную форму)2) круглый, цилиндрический(στῦλος Polyb.)
3) коренастый, плотный(λεόντων γένος Arst.; σκέλη Xen.)
4) ( о речи) закругленный, сжатый(ῥήματα Arph.)
οἱ στρογγύλοι καὴ βραχυλόγοι Plut. — говорящие округленно и кратко
См. также в других словарях:
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
ανθέμιο — Διακοσμητικό στοιχείο φυτικής έμπνευσης, που το χρησιμοποίησε σε αμέτρητες ποικιλίες η αρχαία ελληνική τέχνη από την αρχαϊκή περίοδο, το πήραν οι μεταγενέστερες τέχνες, έφτασε στη νεοκλασική αρχιτεκτονική και εξακολουθεί να επιζεί. Το α. δεν… … Dictionary of Greek